Κυριακή 26 Ιανουαρίου 2014

Αγία Γραφή και Ιεροί Κανόνες. Αρχιμ. Ιωήλ Κωνστάνταρος

«Δούλον δε Κυρίου ου δει μάχεσθαι, αλλ΄ ήπιον είναι προς πάντας, διδακτικόν, ανεξίκακον»
(Β΄ Τιμ. 2. 24)


Πριν ξεκινήσουμε το νέο μας θέμα: «Αγία Γραφή και Ιεροί Κανόνες», αισθανόμαστε την ανάγκη να τονίσουμε πως τα όσα ήδη αναφέραμε και στη συνέχεια θα αναφερθούμε, σε καμμία των περιπτώσεων, σκοπό έχουν το να θίξουν την προσωπικότητα ή το να προσβάλλουν εν Χριστώ αδελφούς, οι οποίοι προφανώς, με καλή πάντοτε πιστεύουμε προαίρεση, αντικρίζουν και αντιμετωπίζουν τα πράγματα διαφορετικά. 
Όχι, ουδέποτε αυτό το εφαρμόσαμε ή θα το εφαρμόσουμε. Απλώς, συνειδησιακή ανάγκη και παράκλησις αδελφών, μας ωθεί στο να διατυπώσουμε τις απόψεις μας, οι οποίες αναφέρονται σε καταστάσεις διαμορφωμένες και παγιωμένες, που υφίστανται στον χώρο της Εκκλησίας.
Η καλή πίστη και η ειλικρινής διάθεση, είναι κάτι το δεδομένο, και από την θέση αυτή εξαιτούμεθα τις ευχές και τις προσευχές σας.
Και μετά απ΄ αυτές τις αναγκαίες διευκρινήσεις, να περάσουμε στο θέμα μας.

Δεν είναι ανάγκη αδελφοί μου σε αυτό το κείμενο να τονίσουμε την υπεραξία της Αγίας Γραφής. Αυτό ήδη το έχουμε κηρύξει επανειλημμένως. Για εμάς τους Ορθοδόξους Χριστιανούς, ο κανόνας τόσο των 49 βιβλίων της Παλαιάς Διαθήκης, όσο και των 27 της Καινής, αποτελούν ό,τι πολυτιμότερο σε συνδυασμό βεβαίως και με την Ιερά Αποστολική Παράδοση.
Αυτή η αλήθεια είναι δεδομένη και αποτελεί δογματική και αμετάβλητη θέση της Εκκλησίας μας. Εκείνο όμως το οποίο επιβάλλεται να τονίζεται σε κάθε ευκαιρία, είναι, ότι η Αγία Γραφή, δεν μπορεί να σταθεί από μόνη της. Είναι κείμενα θεόπνευστα, τα οποία τα επέλεξε μέσα από πολλά άλλα κείμενα η Εκκλησία μας. 
Μέσω των Αγίων Τοπικών και Οικουμενικών Συνόδων, απαρτίστηκε ο κανόνας της Αγίας Γραφής, αφού απερρίφθησαν όσα νόθα ή μη θεόπνευστα κείμενα, διεκδικούσαν την θεοπνευστία και την καταξίωση από την Εκκλησιαστική αυθεντία. 
Ώστε λοιπόν, το Σώμα της Εκκλησίας, δια του ανωτάτου αυτής οργάνου, τις Συνόδους και μάλιστα τις Οικουμενικές, ξεκαθαρίζει τα Βιβλία της Αγίας Γραφής, την διασφαλίζει και στη συνέχεια αυθεντικώς την ερμηνεύει, δια των Φωτισμένων και Θεουμένων Αγίων. Έτσι, διά της «συμφωνίας των Πατέρων» (
consesus Patrum), τα κείμενα ερμηνεύονται και οι πιστοί καθοδηγούνται μέσω της υπεύθυνης ποιμαντικής διακονίας.
Αυτός δε είναι και ο λόγος κατά τον οποίον, όταν η Αγία Γραφή τίθεται εκτός Εκκλησίας και «ερμηνεύεται» από ανθρώπους που βρίσκονται εκτός της «Κιβωτού της Σωτηρίας», νομοτελειακώς έρχονται ως αποτελέσματα η παρερμηνεία, η διαστροφή των νοημάτων, η πλάνη, η αίρεση και τέλος αυτή η αποκοπή.
Θα αναφέρουμε στη συνέχεια ένα παράδειγμα εκ του φυσικού κόσμου για να γίνει η αλήθεια αυτή περισσότερο κατανοητή. Όπως το ψάρι είναι φύσει αδύνατον να ζήσει εκτός του νερού, έτσι ακριβώς και η Βίβλος είναι αδύνατον να σταθεί και να ερμηνευθεί ορθά έξω από τον φυσικό της χώρο, που δεν είναι παρά η Ορθόδοξος Εκκλησία μας.
Του λόγου το αληθές, το επισημαίνει και το τονίζει ο ίδιος ο Απ. Παύλος, όταν απευθύνεται στον μαθητή του Τιμόθεο «Εάν δε βραδύνω, ίνα ειδής πως δει εν οίκω Θεού αναστρέφεσθαι, ήτις εστίν εκκλησία Θεού ζώντος, στύλος και εδραίωμα της αληθείας» (Α΄ Τιμ. 3. 15). Μάλιστα, η Αγία Γραφή περιέχει την αλήθεια, αλλά η αλήθεια έχει ανάγκη από μια βάση για να στηρίζεται. Αυτή λοιπόν η βάση και αυτό το θεμέλιο που υποβαστάζει την αλήθεια, είναι η Εκκλησία! Όσοι δε κατά καιρούς προσπάθησαν να αλλοιώσουν ή να περιφρονήσουν τον πνευματικό αυτό νόμο, έπεσαν έξω και τελικώς «εναυάγησαν περί την πίστιν» (Α΄ Τιμ. 1. 19).
Οι τόσες εκατοντάδες του Προτεσταντικού κόσμου μα και οι τόσες άλλες πολυπληθείς αιρέσεις που δήθεν στηρίζουν την διδασκαλία τους στην Γραφή, επιβεβαιώνουν κατά τον πλέον τραγικό τρόπο την αλήθεια που κηρύσσει η Εκκλησία μας και που είδαμε παρά πάνω.
Επίσης, η Αγία Γραφή από ενοποιητικό θεόπνευστο στοιχείο που καθίσταται εντός του χώρου της Εκκλησίας, δια της αποκοπής της από το Σώμα του Χριστού, της παρερμηνείας και της θεολογικής διαστροφής, καταντά στοιχείο διασπάσεως και διαιρέσεως, αφού τα ίδια ακριβώς κείμενα, τα ερμηνεύει ο καθένας κατά το δοκούν.
Τονίζουμε δε, ότι γι΄ αυτό δεν ευθύνεται η Γραφή, αλλ΄ ο υποκειμενισμός και η έλλειψη της Ιεράς Παραδόσεως, που ζωογονεί και ερμηνεύει το γράμμα των Ιερών Κειμένων.
Και επειδή η διδασκαλία και ερμηνεία της Ιεράς Παραδόσεως, δεν είναι κάτι το νεφελώδες και το αόριστο, είναι ανάγκη να επισημανθεί ότι οι Φωτισμένοι και οι Θεούμενοι, είναι αυτοί που αυθεντικώς κατανοούν και ερμηνεύουν τα κείμενα και μεταφέρουν την ζώσα παράδοση μέσω της αδιάσπαστης, χρονικά, εμπειρίας των Αγίων. 
Τα ερμηνεύουν, τα αποσαφηνίζουν και μας τα μεταφέρουν, είτε μέσω του γραπτού, είτε μέσω του προφορικού ζωντανού λόγου της Εκκλησίας μας. Φυσικά η απόλυτη και αδιαφιλονίκητη ερμηνεία καταγράφεται στις δογματικές αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων. 
Και υφίσταται μεν η ερμηνευτική αρχή ότι «η Γραφή ερμηνεύεται δια της Γραφής», αλλά υπό την αναγκαία προϋπόθεση, ότι αυτό συμβαίνει όταν τα Ιερά της Βίβλου Κείμενα, βρίσκονται στο χώρο της Εκκλησίας και στα χέρια των Αγίων, οι οποίοι καθοδηγούνται από τον Φωτισμό του Αγίου Πνεύματος.
Δεν είναι λοιπόν του καθ΄ ενός, ακόμα κι αν βρίσκεται εντός της Εκκλησίας, από μόνος του το να αναλαμβάνει την ερμηνεία της Αγίας Γραφής. «Ου παντός το περί Θεού φιλοσοφείν» (Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος), αφού σε τελευταία ανάλυση και ο ίδιος ο διάβολος γνωρίζει την Γραφή και μάλιστα δια της Γραφής επεχείρησε τρεις φορές να πειράξει τον Κύριο στην έρημο, μετά το γεγονός της Θεοφανείας, κατά την Βάπτισή Του. 
Το ότι γνωρίζει λοιπόν ο εχθρός του Θεού και των ανθρώπων την Γραφή, τούτο δεν τον σώζει. Αντιθέτως μάλιστα, τον καταβαραθρώνει. Και αυτό, ας το προσέξουν ιδιαιτέρως όσοι εκ των πιστών, δεν έχουν ακόμα εδραιωθεί στα της Πίστεως, και εντυπωσιάζονται όταν βλέπουν και ακούουν κάποιους αιρετικούς να απαγγέλλουν στίχους ή και ολόκληρα τμήματα από την Αγία Γραφή.
Βεβαίως, λίγο έως πολύ, όλοι σχεδόν οι πιστοί γνωρίζουν τις αλήθειες που προαναφέραμε. Εκείνο όμως το οποίο επιβάλλεται άμεσα να καταστεί κατανοητό είναι ότι, τα όσα ισχύουν για την Αγία Γραφή, τα ίδια και ακόμα περισσότερα ισχύουν και για τους Ιερούς Κανόνες της Εκκλησίας μας.
Όπως δηλ. η Βίβλος είναι αδύνατον να σταθεί και να ερμηνευθεί ορθά εκτός του Σώματος, έτσι ακριβώς και οι Ιεροί Κανόνες, το βιβλίο που τους περιλαμβάνει, το «Ιερόν Πηδάλιον», είναι αδύνατον να σταθεί και να ερμηνευθεί έξω από την Εκκλησία και μάλιστα εκτός της Λειτουργικής Κοινωνίας του Σώματος.
Οι επιπτώσεις τώρα της αποκοπής των Βιβλικών κειμένων και των Ιερών Κανόνων από την Λειτουργική σύναξη ολοκλήρου της Εκκλησίας, αποβαίνουν άκρως αρνητικές και επιζήμιες.
Όπως δε όλες οι αιρέσεις, το ίδιο ακριβώς κείμενο, το κατανοούν και το ερμηνεύουν, εκ διαμέτρου αντίθετα η μία από την άλλη, έτσι και όσοι έχουν περάσει ή δρασκελίζουν στους χώρους των ποικίλων σχισμάτων, τους ίδιους ακριβώς επικαλούνται Κανόνες, τόσο για να δικαιολογήσουν την εκούσια αποκοπή τους από το Σώμα της Εκκλησίας, όσο και τις μεταξύ τους σφοδρές αντιπαραθέσεις που φθάνουν έως «καθαιρέσεων και αλληλοαφορισμών».
Και πάλι οφείλουμε να τονίσουμε ότι όπως και στην περίπτωση των αιρέσεων, αιτία δεν είναι αυτή η Βίβλος, έτσι και στον ταλαίπωρο χώρο των ποικίλων σχισμάτων, για την κατάσταση του μερισμού και της αποκοπής, ουδόλως ευθύνονται οι Ιεροί Κανόνες, όσο κι αν ορισμένοι θέλουν να τους επικαλούνται για να δικαιολογήσουν την τακτική τους.
Αλλ' ας αναφερθούμε και πάλι στο θέμα μας μέσω ενός παραδείγματος. Όπως ένας ιδιώτης και άσχετος με την ιατρική επιστήμη, δεν μπορεί, αφού απλώς φυλλομέτρησε την βίβλο της χειρουργικής ειδικότητας, να ξεκινήσει να εγχειρίζει ανθρώπους, έτσι και ένας που δεν γνωρίζει Κανονικό Δίκαιο, που έχει έλλειψη ακόμα και γενικοτέρων, πόσο μάλλον ειδικών γνώσεων σε θέματα θεολογίας, εγκληματεί στο Σώμα του Χριστού όταν με το Ι. Πηδάλιο στα χέρια, νομίζει ότι ερμηνεύει τους Ιερούς Κανόνες. 
Και εννοείται ότι αυτό ισχύει περισσότερο για έναν που απέκοψε τον εαυτό του από την Μυστηριακή επικοινωνία της Εκκλησίας μας. Φθάνει μάλιστα το αποτέλεσμα να καταντά τραγικό, όταν συμπαρασύρει και αποσπά από τους κόλπους της Εκκλησίας και άλλες, καλοπροαίρετες κατά βάση ψυχές, αλλά με άγνοια στα βασικά αυτά θέματα, οδηγώντας αυτές σε δική του φατρία ή σε σχίσμα. Φυσικά, η κατάσταση αυτή, ουδόλως αποδεικνύει γνώση Κανονικού Δικαίου, ούτε πάλι γνώση αυθεντικής Εκκλησιαστικής Ιστορίας. 
Αυτό είναι υποκειμενισμός και όχι μόνο, που οδηγεί σε έναν «καθαρό προτεσταντισμό», δηλ. διάσπαση και κατακερματισμό, όχι βεβαίως μέσω της «Βίβλου» όπως συμβαίνει στους Προτεστάντες, αλλά μέσω της άγνοιας και της συγχύσεως στα των Ιερών Κανόνων. Εξ' ου και οι τόσες παρατάξεις, οι τόσες «Ιεραρχίες», οι τόσες «Αυτόνομες Εκκλησίες», και όλα αυτά βάσει δήθεν των «Ιερών Κανόνων», και έτσι, «ουκ έσται παύλα των δεινών»....
Το επιχείρημα δε ορισμένων ότι, παρά τις τόσες «Ιεραρχίες», τα σχίσματα, τους αλληλοαφορισμούς, υφίσταται η ενότητα (εάν είναι δυνατόν), βάσει του «αντιοικουμενιστικού τους αγώνα», τούτο είναι όντως πρωτάκουστο και εξωπραγματικό. Ομολογουμένως η θεωρία αυτή, ότι υφίσταται η «ενότητα της πίστεως», παρά τις τόσες ακοινώνητες μεταξύ τους «Ιεραρχίες» στον χώρο των σχισμάτων, ξεπερνά και το πλέον ακραίο Προτεσταντισμό και το πλέον οικουμενιστικό μόρφωμα. Διότι, επιτέλους, οι ταλαίπωροι οικουμενιστές, ποθούν την ενότητα και το «κοινόν ποτήριον». Άλλο εάν δεν γνωρίζουν ή μάλλον δεν θέλουν να ακολουθήσουν την οδόν της μετανοίας που οδηγεί στην Εκκλησία, στην αλήθεια και στην ενότητα. Αντιθέτως, οι αγαθοί ζηλωτές, δεν αισθάνονται ούτε την μεταξύ τους, τουλάχιστον, ανάγκη ενότητος, αλλά παραμένουν «εδραίοι και αμετακίνητοι» στις υπέρ τις δέκα «Συνόδους» τους (στον Ελλαδικό χώρο), νομίζοντας πως το σημείο ενότητός τους είναι δήθεν ο «αγώνας κατά του οικουμενισμού», που τελικώς φέρει συν τοις άλλοις την εσωτερική τους διάσπαση και τον φοβερό αλληλοσπαραγμό.
Αλλ' ας περάσουμε τώρα να δούμε και μια άλλη παράμετρο του όλου θέματος. Όσοι απέκοψαν δια της αιρέσεως τον εαυτόν τους από την Ορθοδοξία μας, αισθάνονται την ανάγκη του στηριγμού των «Γραφικών» τους θέσεων, σε άλλους, εξωβιβλικούς παράγοντες, παρά το ότι τονίζουν πως μόνο την Γραφή αποδέχονται. Γι αυτόν τον λόγο, εκδίδουν βιβλία, μεταφέροντας σ΄ αυτά, διάφορες απόψεις ανθρώπων, προς υποστήριξη των ερμηνειών τους. Αυτό τώρα το αλλοπρόσαλλο των θέσεών τους, ερμηνεύεται και ως ψυχολογική ανάγκη. Και τούτο, διότι στην πράξη κατανοούν πως από μόνη της, αδυνατεί να σταθεί και να ερμηνευθεί η Γραφή.
Αυτό όμως το βλέπουμε να συμβαίνει και με όσους έφυγαν από την Λειτουργική και Μυστηριακή κοινωνία του Σώματος της Εκκλησίας μας, έχοντας ως προμετωπίδα δήθεν τους Ιερούς κανόνες.
Αισθάνονται δηλ. την αδήριτη ανάγκη να θεμελιώσουν την κίνηση τους, όχι απλά στο γράμμα του Κανόνα, αλλά σε δήθεν παράλληλες πράξεις των Αγίων, μέσα από την Εκκλησιαστική μας Ιστορία και από τα Ι. Συναξάρια.
Και στο σημείο αυτό, φίλοι μου, βρίσκεται το καίριο και επίμαχο ζήτημα. Οι Άγιοι της Εκκλησίας μας, έκαναν ποτέ σχίσματα; Απέκοπταν εαυτούς, τα πνευματικά τους τέκνα και γενικώτερα ομάδες πιστών από το Σώμα του Χριστού;
Πόσοι, αλήθεια, αδελφοί, απέκοψαν τον εαυτόν τους, προβάλλοντας προς υποστήριξη της πράξεώς τους τον ΙΕ΄ Κανόνα της ΑΒ΄ Συνόδου επί Μ. Φωτίου, αλλά και την περίπτωση του Αγίου Θεοδώρου του Στουδίτου, παρερμηνεύοντας, τόσο τον Κανόνα, όσο και τον Άγιο;
Άνευ αντιρρήσεως, αδελφοί μου, κανένας ίσως άλλος εκ των Ι. Κανόνων, στην εκκλησιολογική έκφραση, ερμηνεία και τακτική, δεν έχει παραποιηθεί τα τελευταία έτη τόσο, όσο ο ΙΕ΄ της ΑΒ΄ Συνόδου, και ουδείς εκ των Αγίων Πατέρων έχει παρερμηνευθεί τόσο, όσο ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης. Φυσικά, δεν θα περάσουμε τώρα στην διαδικασία να ερμηνεύσουμε και μέσα από την ιστορία την πρακτική εφαρμογή του, δυνητικού και όχι απολύτου χαρακτήρος, επίμαχου αυτού Ιερού Κανόνα. Αυτό, δόξα τω Θεώ, το έχει από ετών πράξει, ο όντως όσιος Γέροντας Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος, ένας εκ των μεγαλυτέρων Κανονολόγων της Εκκλησίας μας, και όχι μόνο, των τελευταίων ετών. Αναλύει και ερμηνεύει κατά τρόπο άριστο (στο βιβλίο του «Τα δύο άκρα» ¨Οικουμενισμός και Ζηλωτισμός¨ Αθήνα 1986), τον Ιερό αυτόν Κανόνα, και στην αυθεντική αυτή ερμηνεία λύονται όλες οι απορίες και οι τυχόν ενστάσεις επί του κειμένου, αλλά και της πρακτικής του εφαρμογής.
Στο θέμα αυτό του Κανόνος, που τόσο παρερμηνεύεται και κακοποιείται, θα επισημάνουμε ότι, για την σωστή εφαρμογή και αντικειμενική του λειτουργία, απαιτούνται τρεις βασικές προϋποθέσεις εκ μέρους του λειτουργού, που ως εσχάτη διαμαρτυρία, θα φθάσει να τον εφαρμόσει, με τον δυνητικό του, τονίζουμε, χαρακτήρα.
Α) Η προϊσταμένη του αρχή, να κηρύσσει «γυμνή τη κεφαλή αίρεσιν τινά παρά των Συνόδων και Πατέρων κατεγνωσμένη».
Β) Το ακώλυτον της Ιερωσύνης (να μην είναι δηλαδή καθηρημένος)
Γ) Το ότι δεν θα παύσει, μετά την εφαρμογή του Κανόνος, να έχει Κοινωνία με όσους εν Χριστώ Λειτουργούς δεν επέλεξαν (λόγω του δυνητικού χαρακτήρος), την παύση του μνημοσύνου. Δηλ. να συνεχίσει να αποτελεί μέλος της Εκκλησίας, στην Λειτουργική έκφραση του Κοινού Ποτηρίου.
Αυτό ακριβώς δηλ. που έπραξαν οι τρεις μητροπολίτες α) Φλωρίνης Αυγουστίνος β) Ελευθερουπόλεως Αμβρόσιος και γ) Παραμυθίας Παύλος, όπως έχουμε ήδη έχουμε προαναφέρει.
Άραγε, όσοι ισχυρίζονται ότι εφαρμόζουν τον παραπάνω Κανόνα, πληρούν τις τρεις αναγκαίες αυτές προϋποθέσεις; Εάν όχι, τότε ήδη έχουν δημιουργήσει σχίσμα ή δρασκελίζουν στο χώρο του σχίσματος της Εκκλησίας, όσο και αν αντιδρούν στην αλήθεια αυτή.
Αλλά και κάτι ακόμη καίριο επιβάλλεται να επισημανθεί. Ουδείς Ιερός Κανόνας ή Άγιος Πατήρ, είχε ποτέ επιβάλλει την διακοπή της Κοινωνίας, σε όσους εμνημόνευαν αυτούς που εκήρυτταν κάποια αίρεση, προ της Συνοδικής κρίσεως.
Ουδείς κληρικός έχει ποτέ τιμωρηθεί πριν, σε αντίθεση βέβαια με όσους συνέχιζαν να κοινωνούν με τους ποιμένες τους, κατόπιν της Συνοδικής αυτών καταδίκης. Αλλά αυτή η ανέκαθεν τακτική και πράξη της Εκκλησίας μας, τι αποδεικνύει περιτράνως; Το ότι ο κανόνας είναι όχι υποχρεωτικού αλλά καθαρώς δυνητικού χαρακτήρος.
Στο θέμα τώρα του Αγίου Θεοδώρου του Στουδίτου (παρενθετικά να τονίσουμε), και ο οποίος εκοιμήθη το 826 ενώ η ΑΒ΄ Σύνοδος επί Μ. Φωτίου συνεκλίθη το 861 ήτοι 35 έτη μετά την κοίμησή του, χρειάζεται πολύ μεγάλη προσοχή, διότι αλλοιώνεται η όλη τακτική του Οσίου.
Το θέμα στους βίους των Αγίων, όπως και στην Αγία Γραφή, φυσικά και στους Ιερούς Κανόνες, δεν είναι να απομονώνουμε χωρία και εδάφια, φράσεις και μεμονωμένες ενέργειες των Πατέρων. Το θέμα είναι να τους βλέπουμε στο σύνολό τους και μέσα στην εποχή κατά την οποία έζησαν.
Πόσο δίκαιο είχε ένας Επίσκοπος όταν έλεγε: «τα μεγαλύτερα ψεύδη μπορούν να υποστηριχθούν με συρραφή Αγιογραφικών χωρίων και με ψηφιδωτό πατερικών αποσπασμάτων»!
Γι' αυτό και ο φωτισμένος Γέροντας Παΐσιος, που είχε επισημάνει αυτή την παρεξήγηση που συνέβαινε εκ μέρους των ζηλωτών, ως προς τον άγιο Θεόδωρο τον Στουδίτη, σε επιστήμονα καθηγητή της θεολογίας, όταν εκείνος του ανακοίνωσε πως θα ασχοληθεί στην διατριβή του με τον συγκεκριμένο Άγιο, ο Γέροντας του ετόνισε: «γράψε ό,τι θέλεις, μην βγάλεις όμως τον Άγιο Θεόδωρο σχισματικό, όπως οι Ευρωπαίοι». Και σημειώνει ο ίδιος ο καθηγητής : «όταν η έρευνά μας προχώρησε αρκετά, τότε μόνο έγινε κατανοητό πως πραγματικά ο άγιος Γέροντας είχε δίκαιο» (Βασ. Τσίγγου «Εκκλησιολογικές θέσεις του Αγίου Θεοδώρου του Στουδίτου, εκδόσεις ''Ορθοδόξου Κυψέλης'').
Όχι λοιπόν, δεν έχουν τα του Αγίου Θεοδώρου έτσι όπως τον παρουσιάζουν οι Δυτικοί, και από αυτούς πέρασε και στο δικό μας χώρο, με αποτέλεσμα να προσάπτουν στον Άγιο καταστάσεις ανεπίτρεπτες που εκμεταλλεύονται τα ποικίλα σχίσματα.
Η σκέψη του Αγίου Θεοδώρου και η μοναχική του συνείδηση, ακόμα και όταν κατηχούσε τους μοναχούς του, ήταν απολύτως Εκκλησιολογική. Ουδέποτε υπήρξε ατομική, ιδιωτική και εξωεκκλησιαστική υπόθεση, κατά τα προτεσταντικά και τα διάφορα σχισματικά πρότυπα.
Άλλωστε, ας μη λησμονούμε ότι και ο Άγιος Ταράσιος, με τον οποίο διαφώνησε προσωρινώς ο Άγιος Θεόδωρος, αποτελεί μεγίστη Πατερική μορφή της Αγίας μας Εκκλησίας. Κυρίως δε ας επισημανθεί το γεγονός ότι ο Άγιος Θεόδωρος, ουδέποτε καθηρέθη, ουδέποτε έφτιαξε δική του Ιεραρχία και ουδέποτε συλλειτούργησε με άλλους καθηρημένους λειτουργούς και επισκόπους.
Οι τελευταίες του δε επιστολές, και με την όλη εμπειρία που είχε αποκομίσει λόγω των εξοριών και του εν γένει ομολογιακού του αγώνα, λειτουργούν απολύτως καταλυτικά για όσους προβάλλουν την μορφή του ως δεκανίκι της αποχωρήσεώς τους από την Εκκλησία μας, αλλά και της δημιουργίας σχισμάτων. Αυτός δε είναι και ο λόγος, που όσοι μελετούν, όχι αποσπασματικά, αλλά στο σύνολό του και σε βάθος τον βίο και τα συγγράμματα του Ιερού Πατρός, αναθεωρούν τελικώς πολλές εκ των αντιλήψεών τους, περί δήθεν «σχίσματος του Αγίου Θεοδώρου του Στουδίτου».
Θα κλείσουμε αδελφοί μου το άρθρο μας, με αυτό που τελικώς αποτελεί και την ουσία του θέματος. Δηλ. το ποιες είναι οι πνευματικές καταβολές και προδιαγραφές όλων των προσώπων που κινούνται δυναμικά στον Εκκλησιαστικό χώρο αλλά και γενικώτερα.
Είναι αυτό που τόνιζε ο Γέροντας, τον οποίο είχαμε προαναφέρει στο άρθρο «Απλά ζήλος ή εν επιγνώσει;», όταν έλεγε τα εξής: «Σε περιπτώσεις που βλέπετε κάποιες περίεργες έως και απαράδεκτες συμπεριφορές, στον χώρο της Εκκλησίας, ψάξτε να βρείτε ποιοι ήταν ή και συνεχίζουν να είναι οι πνευματικοί καθοδηγητές των προσώπων αυτών. Κοιτάξτε ποιοι είναι οι Γεροντάδες και οι πνευματικοί Πατέρες, πλησίον των οποίων ανδρώθηκαν και θέλοντας και μη βαδίζουν στα χνάρια τους. Ωφέλησαν την Εκκλησία ή επάνω στον ζήλο τους έβλαψαν τους πιστούς; Η παρουσία τους, απ΄ όπου πέρασαν και όπου έζησαν ήταν ειρηνική και εποικοδομητική ή έσπειραν την ταραχή και τα σκάνδαλα; Αποτελούν παράδειγμα προς μίμησιν ή προς αποφυγήν; Συνέχισαν έως τέλους να αποτελούν μέλη της Εκκλησίας ή έφυγαν από την ζωή καθηρημένοι; Η «έκβασις της αναστροφής» τους, επιτρέπει το «μιμείσθε αυτών την πίστιν»; (Εβρ.ΙΓ΄7). Δείτε τι είδους κληρονομιά πνευματική τους άφησαν και οι ίδιοι απεκόμισαν και τώρα μεταλαμπαδεύουν. Προσέξτε τα όλα αυτά. Έτσι θα μπορείτε εν πολλοίς, να ερμηνεύετε τις συμπεριφορές που εκ πρώτης όψεως σας προβληματίζουν». (Και επειδή ίσως ορισμένοι εκ των αδελφών να παρεξήγησαν τον προηγούμενο λόγο του, ότι ο όρος «αποτείχιση» είναι αδόκιμος, να διευκρινίσουμε ότι με αυτό φυσικά ο Γέροντας, δεν αναφερόταν στις λέξεις του Ιερού Κανόνος, (που τους γνωρίζει άριστα και τους Κανόνες), και που είδαμε πώς ερμηνεύεται και με ποιες προϋποθέσεις εφαρμόζεται, αλλά στην όλη τακτική της παρερμηνείας των Ιερών Κανόνων, που τελικώς θέτουν τους πιστούς «εκτός των τειχών», εκτός δηλ. της Εκκλησίας).
Όντως και πάλι ο λόγος του Γέροντος αποκαλύπτει το απόσταγμα της εμπειρίας του στον χώρο της Εκκλησίας και της ασκήσεως.
Μεγάλο πράγμα λοιπόν οι καταβολές και το «πνευματικό DNA» που φέρει ο κάθε απλός πιστός και ο κάθε ηγέτης ή ο κάθε «ηγέτης».
Καίτοι, ο θυμόσοφος λαός μας λέγει: «απ' το ρόδο βγαίνει αγκάθι και από το αγκάθι ρόδο», πλην όμως, η άποψη αυτή περί των «πνευματικών καταβολών» περιέχει μεγάλη αλήθεια. Και τούτο το βλέπουμε και πάλι στην χαρακτηριστική περίπτωση του Γέροντος Παϊσίου, ο οποίος ουδέποτε πέρασε στους χώρους των ποικίλων σχισμάτων, όπως βεβαίως το ίδιο ακριβώς έπραξαν και ο Όσιος Πορφύριος, αλλά και τόσοι σύγχρονοι Θεοφόροι Πατέρες, όπως ο Γέροντας Φιλόθεος Ζερβάκος. Αλλά...''επιλείψει με διηγούμενον ο χρόνος'' τα ονόματα των Οσίων Γερόντων οι οποίοι έμειναν «εντός των τειχών», αγωνιζόμενοι και εξαγιαζόμενοι. Είναι δε χαρακτηριστικό, ότι όσοι Μοναχοί και Ιερομόναχοι, τόσο εντός του Αγίου Όρους, όσο και εκτός, αλλά και άλλοι κληρικοί και απλοί πιστοί, σκανδαλισμένοι από κάποιες οικουμενιστικές κινήσεις, ζητούσαν την γνώμη των Γερόντων ή και την ευλογία τους για να «φύγουν εκτός των τειχών», είτε εισχωρώντας σε σχισματικές ομάδες που μνημόνευαν κάποιον «επίσκοπο», είτε απλώς να παύσουν να μνημονεύουν, δίχως να αναφέρουν άλλο όνομα «επισκόπου», οι Άγιοι αυτοί Γεροντάδες, που γνώριζαν βιωματικά την Ορθοδοξία μας, το απέκλειαν.
Ο Γέροντας λοιπόν Παΐσιος, αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση αυτών των Πνευματικών καταβολών, έχοντας λάβει την πνευματική κληρονομιά (κατά την βάπτισή του), τόσο του Αγίου Αρσενίου του Καππαδόκου, αλλά και όλης της χώρας Καππαδοκίας και της καθ΄ημάς Ανατολής, όσο και τις ευλογίες και την Χάρι του μεγάλου ασκητού του Άθω, Γέροντος Τύχωνος του Ρώσσου.
Τώρα, στην ένσταση ορισμένων αδελφών, που διέκοψαν την κοινωνία τους με την Εκκλησία, για το τι θα έπραττε σήμερα, εάν ζούσε ο Γέροντας Παΐσιος, αλλά και οι άλλοι Γεροντάδες, προσπαθώντας δια της ερωτήσεως αυτής, πλαγίως να προσάψουν την δική τους υποκειμενική ερμηνεία και συμπεριφορά, στους Πατέρες, θα πρέπει να γίνει κατανοητό, ότι η ένσταση αυτή δεν μπορεί να υποστηριχθεί. Και τούτο διότι ούτε υποκειμενική δεοντολογία εφαρμόζουμε στους Αγίους και στους κεκοιμημένους Πατέρες, αλλά ούτε με τη δική μας φαντασία επιτρέπεται να τους τοποθετούμε στους χώρους των σχισμάτων και εκτός Εκκλησίας. Άλλωστε, τα όσα γίνονται σήμερα στον χώρο του οικουμενισμού, τα ίδια, περίπου, ελάμβαναν χώρα και πριν είκοσι μόλις έτη, που ζούσαν οι συγκεκριμένοι. Το βέβαιο είναι πως όσο ζούσαν, ουδέποτε έφυγαν από τον χώρο της Αγίας μας Εκκλησίας. Η δε Εκκλησιολογική παρακαταθήκη που μας άφησαν, ήταν: «ουδέποτε να εξέλθουμε της Εκκλησίας». Και εννοούσαν, αυτήν ακριβώς την Εκκλησία, που όσοι έφυγαν, τώρα την κατηγορούν.
Αλλά το χειρότερο για όσους αλλοιώνουν την τακτική και την ευλογημένη συμπεριφορά των χαρισματούχων Πατέρων, είναι τούτο. Ότι δηλ. αντί οι ίδιοι, να καθοδηγούνται από Αυτούς (που αυτό αποτελεί και το ζητούμενο στην Ορθόδοξη πορεία μας), δια της πλανεύτρας φαντασίας, «καθοδηγούν αυτοί τους Πατέρες», στη δική τους συμπεριφορά, στον δικό τους υποκειμενισμό και στον φανταστικό τους κόσμο.
Εάν δε τώρα, στο πλαίσιο αυτό του υποκειμενισμού, της παρερμηνείας των Ιερών Κανόνων και της κατ΄επιλογήν συρραφής Πατερικών αποσπασμάτων, φθάσει κανείς, «γυμνή τη κεφαλή» να κηρύσσει λόγον περί δήθεν «μολυσμένων Μυστηρίων» της Εκκλησίας μας, τότε η κατάστασις καταντά αυτόχρημα τραγική με απρόβλεπτες και ολέθριες τις συνέπειες.
Αδελφοί μου, το όλο θέμα δεν είναι θέμα λέξεων και σχολαστικισμού στην Αγία Γραφή, στους Ι. Κανόνες και στα Πατερικά μας κείμενα. Αλλά θέμα προσφυγής στην εμπειρία των Φωτισμένων και Θεουμένων Πατέρων μας, οι οποίοι πρόσεχαν ως «κόρην οφθαλμού» και έτι πλέον, την αρραγή ενότητα της Εκκλησίας μας. Και η Εκκλησία, έχει ταλαιπωρηθεί και συνεχίζει δυστυχώς να δοκιμάζεται από τους «εκ δεξιών πειρασμούς», και από τις νοθευμένες «εμπειρίες», οι οποίες τελικώς επιφέρουν την διάσπαση και τη σύγχυση ακόμα και σε καλοπροαίρετες ψυχές.
Ας μη λησμονούμε δε ότι στην Ορθοδοξία μας, δεν υφίσταται μόνο η «χρονική Αποστολική Διαδοχή», αλλά και η άμεση διαδοχή και εμπειρία και το βίωμα, όπου μεταλαμπαδεύεται από τους Αγίους της κάθε εποχής στους Αγίους της μετέπειτα εποχής. Και αυτοί οι Άγιοι, πρώτο τους μέλημα έχουν την ενότητα του όλου Εκκλησιαστικού Σώματος. Ορθοδοξία ναι, που όμως εκφράζεται δια της Ορθοπραξίας, όπως ακριβώς μας δίδαξαν και μας διδάσκουν διαχρονικώς οι Άγιοι Πατέρες.
Είθε οι ευχές των Αγίων, παλαιοτέρων και νεοτέρων, να μας συνοδεύουν στον αγώνα της προσωπικής μας ταπεινώσεως και στον αγιασμό των ψυχών «υπέρ ων Χριστός απέθανε» (Ρωμ. ΙΔ΄15).
Ευχή και προσευχή μας είναι η αρραγής ενότητα όλων των δυνάμεων, και υπό την καθοδήγηση των θεοεικέλων και αυθεντικών Πατέρων και Ποιμένων, να σταθούμε δυναμικά έναντι της λαίλαπας του αθεϊσμού και του πολύχρωμου συγκρητιστικού οικουμενισμού.



Ο Κύριος μεθ΄ημών.



Αμήν.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου